σφίξιμο

σφίξιμο
το, Ν
1. πίεση κάποιου πράγματος από όλες του τις πλευρές, περίσφιγξη, συμπίεση
2. το να γίνεται κάτι πιο πηχτό
3. ένταση προσπάθειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. έσφιξα τού σφίγγω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. τρέξ-ιμό)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σφίξιμο — το, ατος η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σφίγγω: Η βίδα θέλει κι άλλο σφίξιμο. – Με αποχαιρέτησε μ ένα δυνατό σφίξιμο του χεριού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σύσφιξη — η σφίξιμο δύο ή περισσότερων πραγμάτων ή το ισχυρό σφίξιμο: Πέτυχε τη σύσφιξη των σχέσεων με τη γειτονική χώρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τόκα — επιφ. (λ. ιταλ.) 1. παρόρμηση για σφίξιμο χεριών σε συμφωνία ή για τσούγκρισμα ποτηριών: Τόκα να πιούμε. 2. ως ουσ., σφίξιμο χεριών ή τσούγκρισμα ποτηριών: Κάναμε τόκα. τόκα, η και τοκάς, ο (λ. τουρκ.), πόρπη, αγκράφα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγκάλιασμα — το [αγκαλιάζω] κλείσιμο, σφίξιμο στην αγκαλιά, εναγκαλισμός, περίπτυξη …   Dictionary of Greek

  • αγωνία — Η ταραχή· αίσθημα ανασφάλειας ή και φόβου. (Βιολ.)Η μεταβατική περίοδος κατά την οποία εξαφανίζονται οι δυνατότητες της ζωής, οι τελευταίες στιγμές πριν από τον θάνατο. Κύρια συμπτώματα της α. είναι: δυσκολία στην αναπνοή που συνοδεύεται με ρόγχο …   Dictionary of Greek

  • ανάγκαση — η [αναγκάζω] 1. χρεία, ανάγκη 2. καταναγκασμός, επίμονη πίεση 3. θυμός, οργή 4. σφίξιμο, τάνυσμα κατά την αποπάτηση 5. χρήση βίας 6. στον πληθ. ωδίνες τοκετού, πόνοι τής γέννας …   Dictionary of Greek

  • γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… …   Dictionary of Greek

  • διάσφιγξη — η (Α διάσφιγξις) ισχυρό σφίξιμο, γερό δέσιμο …   Dictionary of Greek

  • επισφίγγω — ἐπισφίγγω (AM) σφίγγω δυνατά, δένω, κρατώ σφιχτά μσν. μέσ. ἐπισφίγγομαι διπλώνομαι, μαζεύομαι, κουλουριάζομαι αρχ. 1. σφιχταγκαλιάζω 2. τεντώνω πιο πολύ, επιτείνω το σφίξιμο («τήν νήτην ἐπίσφιγξον», Αιλ.) 3. μτφ. μπερδεύω, περιπλέκω …   Dictionary of Greek

  • ζώση — η (AM ζῶσις) [ζώννυμι] η ενέργεια τού ζώνω, το ζώσιμο, η περίζωση νεοελλ. η τοποθέτηση και το σφίξιμο τής ζώνης γύρω από τη μέση νεοελλ. μσν. η μέση, η οσφύς μσν. αρχ. η ζώνη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”